- πεντεβοειος
- πεντεβόειοςπεντε-βόειοςэол. πεμπεβόηος 2сделанный из пяти бычачьих кож
(σάμβαλα Sappho)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σάμβαλα Sappho)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεντεβόειος — και αιολ. τ. πεμπεβόηος, ον, Α αυτός που έχει κατασκευαστεί από πέντε βοδινά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βόειος (< βοῦς), πρβλ. τετρα βόειος] … Dictionary of Greek
πεμπεβόηος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεβόειος … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek